- σύγκειμαι
- ΝΜΑ [κεῑμαι]είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ.γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. «συγκείμενο στίγμα»ναυτ. το σημείο στο οποίο πρέπει να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίαςμσν.-αρχ.έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», Ηρόδ.β. «κατὰ τα συγκείμενα» — κατά τους όρους τής συμφωνίας, Ηρόδ.)αρχ.1. κείμαι μαζί, βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο (α. «καρπὸς δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον σπέρμα μετὰ τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ σχῆμα συγκείμενος» — νεκρός τού οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία θέση το καθένα, Λουκιαν.)2. ανήκω σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)3. (για γραπτό λόγο) είμαι συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «κτῆμα ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ λόγος]», Θουκ.β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.γ. «οὔπω σύγκειται τέχνη περὶ αὐτῶν», Αριστοτ.)4. έχω επινοηθεί («πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)5. μαθημ. α) αποτελώ άθροισμα («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν σχήμα», Αρχιμ.)β) αποτελώ αναλογία η οποία περιέχει δύο άλλες6. (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για μεταφορά7. (ως απροσ.) σύγκειταιείναι συμφωνημένο8. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ συγκείμενον(στη λογ. τού Αριστοτ-.) το σύνθετο9. φρ. α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — σύνθετος σε ένα σώμα (Πλάτ.)β) «ἡ συγκειμένη οὐσία»(στη λογ. τού Αριστοτ.) η σύνθετη από ύλη ουσία η οποία έλαβε μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.